- παραβολοειδής
- -ές, ΝΑαυτός που μοιάζει με παραβολή ή αυτός που χρησιμεύει για παραβολήνεοελλ.1. μαθ. αυτός που μοιάζει με γεωμετρική παραβολή, παραβολικός2. το ουδ. ως ουσ. το παραβολοειδέςμαθ. επιφάνεια δευτέρου βαθμού παραγόμενη από μία παραβολή που μετακινείται έτσι ώστε το επίπεδό της να παραμένει παράλληλο προς τον εαυτό του και η κορυφή να διαγράφει μια άλλη σταθερή παραβολή που περιέχεται σε ένα επίπεδο κάθετο στο επίπεδο τής κινούμενης παραβολής, ενώ ο άξονας τής κινούμενης παραβολής συμπίπτει διαδοχικά με τις διαφόρους διαμέτρους τής σταθερής παραβολής3. φρ. α) «παραβολοειδές εκ περιστροφής»μαθ. επιφάνεια παραγόμενη από παραβολή στρεφόμενη γύρω από τον άξονα τηςβ) «ελλειπτικό παραβολοειδές»μαθ. παραβολοειδές τού οποίου οι παράλληλες προς το επίπεδο Oxy επίπεδες τομές είναι ελλείψεις ενώ οι παράλληλες προς τα άλλα επίπεδα συντεταγμένων τομές είναι παραβολέςβ) «υπερβολικό παραβολοειδές»μαθ. παραβολοειδές τού οποίου οι παράλληλες προς το επίπεδο Oxy τομές είναι υπερβολές, ενώ οι παράλληλες προς τα άλλα επίπεδα συντεταγμένων τομές είναι παραβολές.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβολή + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.